βαμβακουφαντουργία
Смотреть что такое "βαμβακουφαντουργία" в других словарях:
βαμβακοϋφαντουργία — η βιομηχανία παραγωγής βαμβακερών υφασμάτων … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek